συγχρονοσκόπιο

συγχρονοσκόπιο
το, Ν
τεχνολ. ηλεκτρική συσκευή που ελέγχει αν δύο κυματικά μεγέθη είναι σύγχρονα ή όχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synchronoscope < σύγχρονος + -σκόπιο (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”